Naar inhoud springen

Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής

Van Wiktionary

Grieks

[bewirk]

Eigenaam

[bewirk]

Lemma

[bewirk]

Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής v mv /i.nɔ.'mɛ.nɛs pɔ.li.'ti.ɛs tis a.mɛ.ɾi.'kis/

  1. (landjnaam) Amerika