Categorie:Greeksj waordj
Klik óp 't «+» óm al óngerzeukgruup tö aansjoewe. |
Subcategorieë
Dees categorie haet de volgende 3 óngercategorië, van 'n totaal van 3.
G
- Greeksj biewaordj (13 P)
- Greeksj wèrkwaordj (86 P)
Artikele in categorie "Greeksj waordj"
Dees categorie bevat de volgende 200 pagina's, van in totaal 845.
(veurige pazjena) (volgende pazjena)Β
Κ
- Κάννες
- Κίεβο
- Κίελο
- κόκορας
- κόλαση
- κόλπος
- κόμποστ
- κόμπρα
- κόρφος
- κόσμος
- κότσυφας
- κύμα
- κύστη
- καβγάς
- καδένα
- καθαρός
- καΐκι
- καινούργιος
- καλάθι
- καλάμι
- καλό
- καλλιεργώ
- καλλιτέχνης
- καλωσορίζω
- καμήλα
- καμηλοπάρδαλη
- καμπαρέ
- κανάλι
- καναδικός
- καναρίνι
- καντόν
- καπέλλο
- καπνίζω
- καπνιστό χοιρινό
- Καράκας
- καράτε
- καρέκλα
- καρότο
- καρύδι
- καρδιά
- καρδιές
- καρκίνος
- καρπός
- καρυδιά
- κασετίνα
- καστόρι
- καστανός
- κατάπληξη
- κατάργηση
- κατάστημα
- κατακλυσμός
- κατανέμω
- καταπίστευση
- καταρράκτης
- καταφύγιο
- καταψύκτης
- κατηγορώ
- κατσαβίδι
- καφέ
- καφές
- καφενείο
- καφετής
- κβάντωση
- κελλάρι
- κεράσι
- κερί
- κεραία
- κερασιά
- κεφάλαιο
- κηλίδα
- κιλοβάτ
- κιμονό
- κισσός
- κιτάπι
- κλέφτης
- κλαίω
- κλαβιέ
- κλείνω
- κλειτορίδα
- κλεπτοκρατία
- κλουβί
- κνήμη
- κοιλιά
- κοιτάζω
- κολατσιό
- κονίστρα
- κονιάκ
- Κοπεγχάγη
- κορίτσι
- κορμί
- κοροϊδεύω
- κουζίνα
- κουνάβι
- κουνέλι
- κουνουπίδι
- Κουρδιστάν
- κουφός
- κρέας
- κρόκος
- κρόταφος
- κρανίο
- κρασί
- κρατέρωμα
- κρατήρας
- κρεβάτι
- κρεβατοκάμαρα
- κρεματόριο
- κτένι
- κτήνος
- κτώμαι
- κυβερνήτης
- κυκλοφορία
- κυλάω
- κυπρίνος
- κυπριακός
Λ
- λ
- λάθος
- Λάος
- λάχανα
- λάχανο
- λέγω
- λέξη
- λέω
- Λήθη
- λίθος
- Λίμα
- λίπασμα
- λίπος
- λόγος
- Λόκι
- λόφος
- λύκειο
- λύκος
- λαγός
- λαιμός
- λατινικά
- Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας
- λεύκα
- λεμόνι
- λεμφοκυτταρικός
- λεπτό
- λεπτο
- λιώνω
- λιγοστεύω
- λιθουανικός
- λιμάνι
- λιμένας
- λιοντάρι
- Λιουμπλιάνα
- λοβός
- λογομαχία
- λοιπόν
- λουτήρας
- λουτρό
- λοχίας
- Λυών
- Λωζάνη
Μ
- μ
- μάγισσα
- μάζα
- Μάιντς
- μάλαμα
- μάνα
- μάντης
- μάρανα
- μάρμαρο
- Μέλανας Δρυμός
- μέλισσα
- μέλος
- μέρα
- μέση
- μέσος
- μέτρο
- μέτωπο
- μήλο
- μήνας
- Μήτη
- μήτρα
- μόλυβδος
- μόνος
- Μόντρεαλ
- μύγα
- μύς
- μύτη
- μαίνομαι
- Μαύρη Θάλασσα
- μαύρο
- μαγκώνω
- Μακεδονία
- μακρινός
- Μαλαισία
- μαλακός
- μαλλιαρός
- μαμή
- μανάτος
- μανίκι
- μαντίλι
- μανταρίνι
- μαντολίνο